Home >  Term: πρόσβαση
πρόσβαση

Ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα για τα άτομα να συμμετάσχουν σε ένα ίδρυμα. συχνά αναφέρεται στις ρυθμίσεις που προσφέρονται στους φοιτητές με ειδικές ανάγκες για να εξασφαλιστεί η μέγιστη ευκαιρία.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Education
  • Category: Teaching
  • Company: Teachnology

ผู้สร้าง

  • athinapt
  • (TRILOFOS, Greece)

  •  (Platinum) 5085 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.