Home >  Term: cramponing
cramponing

Χρήση καρφιά πάγου για ascend ή να κατεβεί στον πάγο, κατά προτίμηση με μέγιστο αριθμό σημείων του τα crampon σε τον πάγο για την κατανομή του βάρους.

Τυχαία piercing κάτι με ένα συλλέκτη crampon.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Sports
  • Category: Climbing
  • Organization: Wikipedia

ผู้สร้าง

  • eumelia.ganis
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 22675 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.