Home >  Term: downclimb
downclimb

Να κατεβεί από αναρρίχησης συνήθως προς τα κάτω, μετά την ολοκλήρωση μιας ανόδου.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: verb
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Sports
  • Category: Climbing
  • Organization: Wikipedia

ผู้สร้าง

  • Andreas
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 20790 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.