Home >  Term: dutchman
dutchman

Ενα κομμάτι φίλτρου που χρησιμοποιείται για να κλείσει ένα κενό αν΄μεσα σε δύο κομμάτια σωλήνα ή η προσαρμογή και ένας μικρός εξοπλισμός όπου ο σωλήνας είναι πολύ κοντός για να κάνει το κλείσιμο ή όπου ο σωλήνας και ο εξοπλισμός μπορεί να είναι εκτός ευθυγράμμισης.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Energy
  • Category: Natural gas
  • Company: AGA

ผู้สร้าง

  • KATRAT
  •  (V.I.P) 40042 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.