Home > Term: λέμφωμα
λέμφωμα
Γενικός όρος που περιλαμβάνει νεοπλασίες και συνθήκες που συμμάχησε με νεοπλασίες που προκύπτουν από ορισμένα ή όλα τα κελιά της λεμφοειδών ιστών.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)