Home > Term: παράσιτο
παράσιτο
Ενός οργανισμού που απορρέουν την τροφή από το σώμα της διαβίωσης ενός άλλου οργανισμού.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)