Home > Term: psychotropic
psychotropic
Ασκούν ένα εφέ από το μυαλό και ικανό να τροποποίηση ψυχικής δραστηριότητα.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)