Home >  Term: rôtie
rôtie

1. Ενός canapé που αποτελείται από ένα κομμάτι από τοστ ανάπτυγμα με πατέ ή forcemeat. 2. Απλά ένα slice που φρυγανισμένο ψωμί.

0 0

ผู้สร้าง

© 2024 CSOFT International, Ltd.