Home > Term: uniface
uniface
Ένα λίθινο εργαλείο το οποίο διαμορφώνεται μόνο στη μία όψη ή πλευρά. Βλέπε biface.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Anthropology
- Category: Physical anthropology
- Company: Palomar College
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)