Home > Term: Μαθητές Αγγλικής γλώσσας
Μαθητές Αγγλικής γλώσσας
Μαθητής ο οποίος μιλά περισσότερες από μία γλώσσες, εκτός της αγγλικής και αναπτύσει την αγγλική σε ανώτερο επίπεδο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Education
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
0
ผู้สร้าง
- MaryK
- 100% positive feedback
(Greece)