Home > Term: προσρόφηση
προσρόφηση
Αύξηση της συγκέντρωσης της ουσίας στη διεπαφή μια συμπυκνωμένη και ένα υγρό ή ένα στρώμα αερίων λόγω της λειτουργίας των επιφανειακών δυνάμεις.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)