Home > Term: αποξένωση
αποξένωση
Η κατάσταση του να είναι κάποιος αποξενωμένος ή αποκομμένος από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
0
ผู้สร้าง
- Dennaki
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)