Home > Term: aphasia
aphasia
Απώλεια ή αναίρεσης της εξουσίας του ομιλία ή γραφής, ή τη δυνατότητα να κατανοήσουν γραπτές ή προφορικές γλώσσα ή σημείων, λόγω ζημίας στον εγκέφαλο ή ασθένειας.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)