Home > Term: αυτόνομη
αυτόνομη
Ένας όρος που εφαρμόζεται σε κάθε βιολογική μονάδα η οποία μπορεί να λειτουργεί μόνη της, δηλαδή, χωρίς τη βοήθεια από άλλη μονάδα, όπως ένα έμβιων στοιχείο που κωδικοποιεί ένα ένζυμο για δική της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)