Home > Term: μπλοκαρισμένη
μπλοκαρισμένη
Η κατάσταση στην οποία μια εφαρμογή, ή ένα νήμα, περιμένει για κάποιο γεγονός ή ενέργεια. Ενώ είναι μπλοκαρισμένο, το συγκεκριμένο μονοπάτι κώδικας δε χρησιμοποιεί καθόλου χρόνο επεξεργαστή.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Software; Computer
- Category: Operating systems
- Company: Apple
0
ผู้สร้าง
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)