Home >  Term: διάλειμμα
διάλειμμα

Μια διακοπή σε μια θεραπεία που απαιτεί εκ νέου προγραμματισμός μία ή περισσότερες περιόδους λειτουργίας επεξεργασίας.

0 0

ผู้สร้าง

© 2024 CSOFT International, Ltd.