Home > Term: κέικ
κέικ
Ένα γλυκό, ψημένο σοκολατάκι συνήθως που περιέχουν αλεύρι, ζάχαρη, αρωματικά συστατικά και αυγά ή άλλα leavener όπως σκόνη ψησίματος ή σόδα ψησίματος.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback