Home >  Term: callaloo
callaloo

1. Μεγάλων, βρώσιμα πράσινων φύλλων της ρίζας Τάρο, δημοφιλής στα νησιά της Καραϊβικής ψημένα, όπως μία θα προετοιμάσει αγριογογγύλια ή collard ομάδα των Πρασίνων. 2. a Καραϊβικής σούπα με callaloo ομάδα των Πρασίνων, γάλα από καρύδα, μπάμιες, γιαμ και αποτελείτο.

0 0

ผู้สร้าง

© 2024 CSOFT International, Ltd.