Home > Term: callaloo
callaloo
1. Μεγάλων, βρώσιμα πράσινων φύλλων της ρίζας Τάρο, δημοφιλής στα νησιά της Καραϊβικής ψημένα, όπως μία θα προετοιμάσει αγριογογγύλια ή collard ομάδα των Πρασίνων. 2. a Καραϊβικής σούπα με callaloo ομάδα των Πρασίνων, γάλα από καρύδα, μπάμιες, γιαμ και αποτελείτο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)