Home > Term: κεντρικού σταθμού
κεντρικού σταθμού
Μια μεγάλη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής που παράγει ισχύ για διανομή σε πολλαπλούς πελάτες.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Energy
- Category: Energy efficiency
- Company: U.S. DOE
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback