Home > Term: ενδοοικογενειακών
ενδοοικογενειακών
Το ίδιο αίματος ή προέλευσης· συγκεκριμένα: αφορούν ή που αφορούν πρόσωπα (ως ξαδέλφια πρώτου βαθµού) που σχετίζονται στενά.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: adjective
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)