Home >  Term: κόστος, κοινό
κόστος, κοινό

Αυτών των δαπανών από τα βοηθητικά προγράμματα συνδυασμό που δεν άμεσα ή αποκλειστικά προσδιορίζονται με ένα συγκεκριμένο τμήμα (π.χ., το φυσικό αέριο και ηλεκτρική), και που κατανέμονται κανονικά σε κάθε τμήμα με βάση κάποια λογικές και πραγματική σχέση. Συγκρίνετε το ΚΌΣΤΟΣ, το κοινό.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Energy
  • Category: Natural gas
  • Company: AGA

ผู้สร้าง

  • ml09s5k
  • (Leeds, United Kingdom)

  •  (Diamond) 8094 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.