Home > Term: ανεπάρκεια
ανεπάρκεια
Στην ιατρική, την έλλειψη μιας ουσίας που απαιτούνται από τον οργανισμό.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Khrysaor
- 100% positive feedback