Home > Term: ανεπάρκεια
ανεπάρκεια
Ανεπάρκεια ή έλλειψη μία ή περισσότερες φόρμες χρησιμοποιήσιμο ενζυματικές, θρεπτικής αξίας ή περιβαλλοντικές απαιτήσεις, έτσι ώστε η ανάπτυξη, ανάπτυξη ή φυσιολογικές λειτουργίες επηρεάζονται.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Khrysaor
- 100% positive feedback