Home > Term: ανάθεση
ανάθεση
Μία ενέργεια όπου μία αρχή εξουσιοδοτεί μία άλλη αρχή για να χρησιμοποιεί την ταυτότητά της ή παρέχει δικαιώματα με ορισμένους περιορισμούς.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer
- Category: Workstations
- Company: Sun
0
ผู้สร้าง
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)