Home >  Term: διαγραφή
διαγραφή

Το να μην βρίσκεται πλέον σε απόθεμα ένα προϊόν στην αποθήκη ή σε ένα κατάστημα λιανικής πώλησης

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: verb
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Retail
  • Category: Supermarkets
  • Company: FMI

ผู้สร้าง

  • silv31
  • (Athens, Greece)

  •  (Gold) 1012 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.