Home >  Term: απόσπασμα (DET)
απόσπασμα (DET)

Ένα τμήμα μιας μονάδας διαχωρίζονται από την κύρια οργάνωση για καθήκον κάπου αλλού.

0 0

ผู้สร้าง

© 2024 CSOFT International, Ltd.