Home > Term: απορρυπαντικό
απορρυπαντικό
Ουσία που μειώνει την επιφανειακή τάση ενός διαλύματος, βελτίωση καθαρισμού ιδιότητές του (π.χ., Tween-20TM, ένα επιφανειοδραστικό και διαβρεκτικό).
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Khrysaor
- 100% positive feedback