Home > Term: ελαστικότητα
ελαστικότητα
Η ικανότητα της τρίχας να τεντώνεται και να επιστρέφει στο αρχικό του σχήμα, χωρίς σπάσιμο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Personal care products
- Category: Shampoo
- Company: Shampoo.com
0
ผู้สร้าง
- chrlabr
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)