Home > Term: εντερικές
εντερικές
1) Της, που αφορούν ή επηρεάζουν τα έντερα (εντερικές ασθενειών). σε γενικές γραμμές: οικογενειακός.
2) Που ή διαθέτουν επίστρωση σχεδιασμένο να περάσει από το στομάχι αμετάβλητη και να υποβαθμίζεται σε τα έντερα (εντερικές ασπιρίνη).
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: adjective
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Medical
- Category: Human genome
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)