Home >  Term: γλωσσάρι
γλωσσάρι

1. μία λίστα όρων σε ένα ειδικό θέμα, πεδίο ή περιοχή χρήσης, με συνοδευτικούς ορισμούς. 2. μία τέτοια λίστα βρίσκεται στο τέλος ενός βιβλίου, επεξηγώντας ή ορίζοντας δύσκολες ή ασυνήθιστες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο.

0 0

ผู้สร้าง

  • ILACHANIS
  • (United Kingdom)

  •  (Gold) 1649 points
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.