Home >  Term: ηκόνισε
ηκόνισε

Να είναι στην κορυφή ψυχική και σωματική καταλληλότητα για αναρρίχηση.

0 0
  • ส่วนหนึ่งของคำพูด: verb
  • อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Sports
  • Category: Climbing
  • Organization: Wikipedia

ผู้สร้าง

© 2024 CSOFT International, Ltd.