Home > Term: διεισδύσει
διεισδύσει
Για να επιβάλετε τη δίοδο των υγρών σε ιστούς στους πόρους ή χώρο, όπως με εφαρμογή κενού και, στη συνέχεια, η αποδέσμευση, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας disinfectation.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)