Home > Term: είσοδος
είσοδος
(1) Που αφορούν τα δεδομένα έχουν ληφθεί από ένα εξωτερικό source.~(2) που αφορούν μια συσκευή, διαδικασία, ή το κανάλι που εμπλέκονται στη λήψη δεδομένων από ένα εξωτερικό source.~(3) για να λάβετε δεδομένα από μια εξωτερική source.~(4) να παρέχουν δεδομένα από ένα εξωτερικό source.~(5) χαλαρά, εισόδου δεδομένων.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
ผู้สร้าง
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)