Home >  Term: διακοπή
διακοπή

(1) Η αναστολή της διαδικασίας να χειριστεί ένα συμβάν που είναι εξωτερικά για την process.~(2) να προκαλέσει την αναστολή της ένα process.~(3) χαλαρά, μια αίτηση διακοπής.

0 0

ผู้สร้าง

  • Andreas
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 20790 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.