Home > Term: εργασία
εργασία
Μια καθορισμένη από το χρήστη μονάδα εργασίας που θα εκπληρωθεί από έναν υπολογιστή. Για παράδειγμα, η συλλογή, φόρτωση και εκτέλεση ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
ผู้สร้าง
- Khrysaor
- 100% positive feedback