Home > Term: γλώσσα επεξεργαστή
γλώσσα επεξεργαστή
Ένα πρόγραμμα υπολογιστή το οποίο μεταφράζει, ερμηνεύει ή εκτελεί άλλες εργασίες που απαιτούνται για την επεξεργασία των δηλώσεων που εκφράζονται σε μια συγκεκριμένη γλώσσα.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)