Home > Term: άδεια
άδεια
Επίσης γνωστό ως άδεια. Α άδεια ή άδεια είναι ένα έγγραφο που παρέχει ο παραγωγός το δικαίωμα να λειτουργούν σε ένα τόπο αλιείας σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την αρχή της ρύθμισης.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Fishing
- Category: Marine fishery
- Organization: NOAA
0
ผู้สร้าง
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)