Home > Term: φαγητό
φαγητό
1. Τη πυκνά εδάφους σπόρων προς σπορά των τυχόν βρώσιμα σιτηρών όπως η βρώμη ή καλαμπόκι. 2. Κάθε ξηρά, έδαφος ουσίας όπως οστών ή αποξηραμένων ψαριών φαγητό.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
0
ผู้สร้าง
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)