Home > Term: υπερωρία
υπερωρία
Κάθε εργασίας από έναν υπάλληλο εκτός, ή επιπλέον, του κανονικού ωραρίου εργασίας ή πέρα από τις καθιερωμένες σαράντα ώρες εργάσιμης εβδομάδας.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
ผู้สร้าง
- chrlabr
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)