Home > Term: διαδικαστική γλώσσα
διαδικαστική γλώσσα
Μια γλώσσα προγραμματισμού στην οποία ο χρήστης δηλώνει ένα συγκεκριμένο σύνολο από οδηγίες που πρέπει να εκτελέσει ο υπολογιστής σε μια συγκεκριμένη ακολουθία. Όλες τις widelyused γλώσσες προγραμματισμού είναι αυτού του τύπου.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback