Home > Term: protogyny
protogyny
Η κατάσταση στην οποία τα θηλυκά όργανα αναπαραγωγής (carpels) από ένα λουλούδι ωριμάζουν πριν το αρσενικό εκείνοι (stamens), εξασφαλίζοντας έτσι ότι self-fertilization δεν προκύψει.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biotechnology
- Category: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
ผู้สร้าง
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)