Home > Term: χειρόμυλο
χειρόμυλο
Χειρόμυλο πέτρα λείανσης καλαμπόκι, του πρωτόγονη επινόηση, και ακόμα χρησιμοποιημένος σε απομακρυσμένες περιοχές της Ιρλανδίας και της Σκωτίας.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Language
- Category: Encyclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback