Home > Term: αντίσταση
αντίσταση
Ο βαθμός στον οποίο ένας αγωγός παρεμποδίζει την ροής του ρεύματος.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback