Home >  Term: εκτέλεση
εκτέλεση

(1) Σε ένα ενιαίο, συνήθως συνεχής, εκτέλεση του program.~(2) έναν υπολογιστή να εκτελέσει ένα πρόγραμμα υπολογιστή, τεχνολογία λογισμικού.

0 0

ผู้สร้าง

  • eumelia.ganis
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 22675 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.