Home > Term: ρόφησης
ρόφησης
Επιφυλακτική όρος που χρησιμοποιείται αντί προσρόφησης ή απορρόφησης, όταν είναι δύσκολο να κάνουμε διακρίσεις, πειραματικά, μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Biology; Chemistry
- Category: Toxicology
- Company: National Library of Medicine
0
ผู้สร้าง
- Khrysaor
- 100% positive feedback