Home > Term: stopword
stopword
Μια λέξη που δεν προστίθεται σε έναν κατάλογο αναζήτησης. Όταν το Search Kit προσθέτει όρους από ένα έγγραφο σε έναν κατάλογο, προσπερνάει τις λέξεις που βρίσκονται στη λίστα του με stopword.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Software; Computer
- Category: Operating systems
- Company: Apple
0
ผู้สร้าง
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)