Home > Term: αναστολή
αναστολή
Οριστική κατάληξη ενός συμβάντος για ένα λόγο ειδικές και μη προγραμματισμένη.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Convention
- Category: Conferences
- Company: CIC
0
ผู้สร้าง
- Golgotha
- 100% positive feedback