Home > Term: Μετακομιστό
Μετακομιστό
Η ευκολία με την οποία ένας σιγαστήρας ή στοιχείο μπορεί να μεταφερθεί από ένα περιβάλλον υλικού ή λογισμικού στο άλλο.
- ส่วนหนึ่งของคำพูด: noun
- อุตสาหกรรม/ขอบเขต: Computer; Software
- Category: Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
ผู้สร้าง
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)